μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
σημειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σημείο 2. ο περιορισμένος σε ένα σημείο 3. φρ. α) «σημειακή κάθοδος» (ηλεκτρ.) ειδική κάθοδος σε καθοδικό σωλήνα, τής οποίας η επιφάνεια εκπομπής έχει περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό για να γίνει… … Dictionary of Greek
σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μελανισμός — ο βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το… … Dictionary of Greek
μετάλλαγμα — το·1. βιολ. το γονίδιο ή ο οργανισμός που εμφανίζει μια μετάλλαξη 2. το μουτόνιο, δηλαδή η μονάδα μεταλλαγής, το μικρότερο στοιχείο το οποίο μπορεί να δημιουργήσει έναν μεταλλαγμένο τύπο οργανισμού … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek